συμπράττει

συμπράττει
συμπράσσω
join
pres ind mp 2nd sg (attic)
συμπράσσω
join
pres ind act 3rd sg (attic)
συμπρά̱ττει , συμπράσσω
join
pres ind mp 2nd sg (attic)
συμπρά̱ττει , συμπράσσω
join
pres ind act 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • επακολουθήτρια — ἐπακολουθήτρια, η (Α) η μερίδα που συμπράττει, που συναγωνίζεται …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • ομοεργής — ὁμοεργής, ές (ΑΜ) αυτός που συμπράττει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. ολο εργής] …   Dictionary of Greek

  • ομοπράγμων — ὁμοπράγμων, ὁ (Α) αυτός που συμπράττει με κάποιον άλλο, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • συμμέτοχος — η, ο / συμμέτοχος, ον, ΝΑ [συμμετέχω] αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους νεοελλ. αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος ο συνιδιοκτήτης …   Dictionary of Greek

  • συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • συμπρακτικός — ή, όν, ΜΑ [συμπράττω] μσν. (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα, από κοινού, ενωμένος με τους άλλους αρχ. αυτός που συμπράττει, που συνεργεί σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • υποσύγγραφος — ὁ, Α αυτός που συμπράττει σε έννομη σχέση, που συνυπογράφει μια συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύγγραφος (< συγγραφή «συμβόλαιο»)] …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”